Πέμπτη 24 Μαΐου 2012

o τρελος λαγος (μιλτος σαχτουρης)

















Γύριζε στους δρόμους ο τρελός λαγός
γύριζε στους δρόμους
ξέφευγε απ' τα σύρματα ο τρελός λαγός
έπεφτε στις λάσπες.
Φέγγαν τα χαράματα ο τρελός λαγός
άνοιγε η νύχτα
στάζαν αίμα οι καρδιές
ο τρελός λαγός
έφεγγε ο κόσμος.
Βούρκωναν τα μάτια του ο τρελός λαγός
πρήζονταν η γλώσσα
βόγγαε μαύρο έντομο ο τρελός λαγός
θάνατος στο στόμα.

2 σχόλια:

  1. Ο ΤΑΞΙΔΙΩΤΗΣ (Guillaume Apollinaire)

    Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας χτυπώ
    η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του Ευρίπου
    είδες μιαν όχθη σύννεφα να κατεβαίνει
    με τ’ ορφανό πλοιάριο στους πυρετούς του μέλλοντος
    όμως όλες τις μεταμέλειές σου τις θλίψεις όλες τις θυμάσαι

    αόριστα καμπύλα ψάρια λουλούδια του βυθού
    ήταν η θάλασσα πάλαι ποτέ
    και κάθε ποταμός εκεί εξαντλείται
    ώ μνήμη μνήμη
    ένα βράδυ μπήκα σε πανδοχείο μελαγχολικό
    κοντά στο Λουξεμβούργο
    στο βάθος της αίθουσας ένας Χριστός πετούσε
    ένας κρατούσε μια νυφίτσα
    άλλος ένα σκαντζόχοιρο
    έπαιζαν τράπουλα κι εσύ με είχες λησμονήσει
    θυμάσαι το πένθος των σταθμών
    πολύωρο
    διασχίζαμε πολίχνες με περιστροφές 24ωρες
    τη νύχτα κάναν εμετό τον ήλιο της ημέρας
    ώ ναύτες ώ γυναίκες σκυθρωπές
    και σεις συντρόφοι μου και σεις όλα τ’ αναπολείτε

    δύο ναύτες χωρίς ποτέ ν’ απομακρύνονται χωρίς ποτέ τους
    να μιλούν
    ο πιο μικρός ξεψύχησε γέρνοντας στο πλευρό του
    ώ σεις συντρόφοι λατρεμένοι
    ηλεκτρικά κουδούνια των σταθμών άσματα θεριστών
    τροχοφόρα του χασάπη συντάγματα αμέτρητα των δρόμων

    γέφυρες ιππικού νύχτες μπλάβες από αλκοόλ
    είδα πόλεις παραλοϊσμένες θυμάσαι τα προάστια
    και το γυμνό κοπάδι των τοπίων

    κυπαρίσσια τεντώνοντας τον ίσκιο τους κάτω από την Εκάτη
    τη νύχτα αυτή στο γέρμα του καλοκαιριού άκουσα ένα πουλί
    χαύνο κι εξοργισμένο
    και τον άσωστο κρότο κάποιου στενόμακρου κι άφεγγου
    ποταμού
    και καθώς όλα τα βλέμματα κι οι λάμψεις όλες όλων των
    ματιών
    κυλούσανε πεθαίνοντας στην εκβολή του ποταμού
    οι όχθες έμεναν βουβές χορταριασμένες κι έρημες
    και το βουνό πλημμύριζε με φως την άλλη όχθη
    ύστερα σιγανά και δίχως πιθανή εξήγηση
    σκιές των ζωντανών αναρριχώνταν στο βουνό λοξές ή στρέ-
    φοντας
    αιφνίδια τη φασματική τους όψη με τις σκιές παλλόμενες
    όπως
    οι ξιφολόγχες κι άλλοτε ανέβαιναν ψηλά και πάλι χαμη-
    λώναν
    οι οδοντωτές αυτές σκιές βογκώντας σαν άνθρωποι γλι-
    στρώντας
    βήμα το βήμα στο βουνό –όγκος φωτός-
    άραγε ποιον ξεχώρισες στις ξέθωρες αυτές φωτογραφίες
    θυμάσαι τη μέρα που μια μέλισσα ρίχτηκε στη φωτιά
    Δυό ναύτες χωρίς ποτέ ν’ αφήνει ο ένας το πλευρό του άλλου
    Ο μεγαλύτερος φορούσε μια σιδερένια αλυσίδα στο λαιμό
    Ο μικρότερος έκανε πλεξούδες τα ξανθά του μαλλιά

    Ανοίχτε μου την πόρτα αυτή που κλαίγοντας
    χτυπώ
    η ζωή μας είναι μεταβλητή σαν τα νερά του
    Ευρίπου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ(arthur rimbaud)

      Μόλις η ιδέα του Κατακλυσμού ξανακάθισε,

      Ένας λαγός σταμάτησε μέσα στα χόρτα και στις καμπανούλες που κουνιόντουσαν και είπε μια προσευχή στο ουράνιο τόξο μέσα απ’ της αράχνης τον ιστό.

      Ω! οι πολύτιμοι λίθοι που κρύβονται,- τα λουλούδια που κιόλας κοιτάζουν.

      Στο μεγάλο βρώμικο δρόμο οι πάγκοι με το κρέας στήθηκαν και τραβήξαμε τις βάρκες προς τη θάλασσα στημένη εκεί ψηλά όπως στις λιθογραφίες.

      Το αίμα κύλησε, στο σπίτι του Κυανοπώγωνα, -στα σφαγεία, - μέσα στα τσίρκα, όπου η σφραγίδα του Θεού χλόμιασε τα παράθυρα. Κύλησαν το αίμα και το γάλα.

      Οι κάστορες έκτισαν. Τα ποτήρια του καφέ άχνιζαν μέσα στα μικρά καφενεία.

      Μες στο μεγάλο σπίτι από γυαλί ακόμα μουσκεμένο τα παιδιά με τα πένθιμα κοίταξαν τις υπέροχες εικόνες.

      Μια πόρτα χτύπησε, -και πάνω στην πλατεία του μικρού χωριού, το παιδί γύρισε τα χέρια του, και αντιλήφθηκε τους ανεμοδείκτες και τα κοκόρια των καμπαναριών από παντού κάτω από την εκκωφαντική βροχή.

      Η Κυρία *** τοποθέτησε ένα πιάνο μέσα στις Άλπεις. Η λειτουργία και οι πρώτες μεταλήψεις γιορτάστηκαν στις εκατό χιλιάδες άγιες τράπεζες της μητροπόλεως.
      Tα καραβάνια έφυγαν και το ξενοδοχείο Splendide χτίστηκε μέσα στο χάος των πάγων και της νύχτας του πόλου.

      Από τότε το φεγγάρι άκουγε τα τσακάλια να σκούζουν απ’ τις ερήμους του θυμαριού,- και τα ποιμενικά ποιήματα φορώντας τσόκαρα να γκρινιάζουν μέσα στο φρουτόκηπο. Μετά, μέσα στο βιολετί δρυμό με τα μπουμπούκια, ο Εύχαρις μου είπε ότι ήταν η άνοιξη.

      Κουφοί, λιμνούλα,- Αφρέ κύλησε πάνω στο γεφύρι και πάνω από τα δάση,- σεντόνια μαύρα και όργανα,- αστραπές και κεραυνέ,-ανεβείτε και κυλήστε,- Νερά και θλίψεις ανεβείτε και ζωντανέψτε τους Κατακλυσμούς.
      Γιατί από τότε που έχουν εξαφανιστεί,- ω! οι πολύχρωμες κρυμμένες πέτρες, και τα λουλούδια ανοιχτά!- είναι μια πλήξη και η Βασίλισσα, η Μάγισσα που ανάβει τα κάρβουνά της μέσα στο πήλινο τσουκάλι, ποτέ δε θα θελήσει να μας διηγηθεί αυτό που εκείνη γνωρίζει και που εμείς το αγνοούμε.

      Διαγραφή